(πλακοῦς Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σησαμαῖος — made of sesame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σησαμαίος — αία, ον, Α (για διάφορα γλυκίσματα) παρασκευασμένος με σουσάμι, σουσαμένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. αῖος (πρβλ. σπορ αῖος)] … Dictionary of Greek